- επιεικής
- -ές (AM ἐπιεικής, -ές)συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθήςαρχ.-μσν.1. πράος, αγαθός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικέςα) επιείκεια, συγκαταβατικότηταβ) αγαθότητααρχ.1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα τοῖον», Ομ. Ιλ.)2. λογικός, εύλογος («πρόφασίς τε επιεικής μηδεμία ὑπάρχοι τῆς ἀποστάσεως», Θουκ.)3. αρτιμελής («παῑς τὰ μὲν ἄλλα ἐπιεικής, ἄφωνος δέ», Ηρόδ.)4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπιεικεῖςη ανώτερη, η πιο μορφωμένη τάξη5. φρ. α) ἐπιεικὲς ή «ὡς ἐπιεικές» — όπως πρέπειβ) «πρὸς τὸ ἐπιεικές» — με επιείκεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -εικής, στο οποίο απαντά η ρίζα τού έοικα* (βλ. και εικόνα). Ο τ. επιεικής συνδέεται σημασιολογικά με το επέοικα «προσήκω, αρμόζω» και δηλώνει τη σημασία τού πρέποντος (πρβλ. την απρόσ. έκφρ. εικός εστί «είναι φυσικό, είναι πρέπον»), μετριοπαθούς, λογικού, σημασία που έχει και το ουσιαστικό επιείκεια*. Η λ. επιεικής αντιτίθεται στο επίθετο δίκαιος «αυτός που εφαρμόζει αυστηρά τον νόμο»].
Dictionary of Greek. 2013.